Κολοφώνιος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοφώνιος — α, ον (AM κολοφώνιος, ία, ιον, Α και κολοφώνειος, εία, ειον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία πόλη Κολοφώνα 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κολοφώνιος, η Κολοφωνία ο ή η κάτοικος τής πόλης αυτής («ἐκτήσαντο δὲ ποτε καὶ ναυτικὴν… … Dictionary of Greek
Κολοφωνίων — Κολοφώνιος of fem gen pl Κολοφώνιος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολοφώνιον — Κολοφώνιος of masc acc sg Κολοφώνιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολοφωνίοις — Κολοφώνιος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολοφωνίου — Κολοφώνιος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολοφωνίους — Κολοφώνιος of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολοφωνίῳ — Κολοφώνιος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολοφώνια — Κολοφώνιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολοφώνιε — Κολοφώνιος of masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολοφώνιοι — Κολοφώνιος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)